- βοτρυόδωρος
- βοτρυόδωρος, -ον (Α)αυτός που παράγει σταφύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < βότρυς + -δωρος < δώρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοτρυόδωρος — grape producing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόδωρε — βοτρυόδωρος grape producing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek